άρθρο

άρθρο
Κλιτό μέρος του λόγου· γενικά μονοσύλλαβες λέξεις που μπαίνουν πριν από τα πτωτικά. Κατά την άποψη ορισμένων αρχαίων γραμματικών και νεότερων γλωσσολόγων, η χρήση του ά. ήταν εντελώς άγνωστη στα χρόνια του Ομήρου· κατ’ άλλους όμως η αρθρική χρήση είχε αρχίσει να διαμορφώνεται πριν από τον Όμηρο και προήλθε από την αντωνυμική σημασία ορισμένων λέξεων. Στη λατινική γλώσσα δεν υπάρχει κανενός είδους ά., ενώ οι ρομανικές γλώσσες που τη διαδέχτηκαν (γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά, ρουμανικά) ανέπτυξαν ά. από τη λατινική αντωνυμία ille. Η χρήση του ά. στην ελληνική γλώσσα, αφού διαμορφώθηκε τον 5ο και 4ο αι. π.Χ., γινόταν συνεχώς συχνότερη στους επόμενους αιώνες και διατηρήθηκε στη νεοελληνική γλώσσα, ενώ παράλληλα έκανε την εμφάνισή του και ένα δεύτερο είδος ά., το αόριστο, που συμπίπτει με το αριθμητικό ένας, μία, ένα, με εξασθενημένη όμως την αριθμητική του έννοια, και συχνά παίρνει τη θέση της αόριστης αντωνυμίας τις, τι. Στη δημοτική υπάρχουν και τα δύο ά., το οριστικό και το αόριστο. Το πρώτο χρησιμοποιείται όταν πρόκειται για ορισμένο πρόσωπο ή πράγμα ή για όλα τα πράγματα που ανήκουν στο ίδιο είδος, π.χ. ο σκύλος του γείτονα, o σκύλος είναι πιστό ζώο. To δεύτερο χρησιμοποιείται όταν αναφέρεται αόριστα κάποιο πρόσωπο ή πράγμα. Το οριστικό ά. δεν έχει κλητική, συχνά όμως με την κλητική του ονόματος χρησιμοποιείται το κλητικό επιφώνημα ε ή, σπανιότερα, το ω ή ακόμα και το άκλιτο καλέ. Το αόριστο ά. δεν έχει πληθυντικό.
* * *
το (Α ἄρθρον)
1. άρθρωση, σύνδεσμος
2. γραμμ. κλιτὸ μέρος του λόγου που τίθεται πριν από τα πτωτικά
νεοελλ.
1. δεσμός δύο σωμάτων
2. άρθρωση δύο οστών που κινούνται φυσιολογικά
3. κάθε ένα από τα τέσσερα άκρα του ανθρώπινου σώματος
4. μτφ. κάθε μία από τις ειδικές διατάξεις ενός επίσημου εγγράφου (νόμου, συνθήκης, καταστατικού, συμφωνητικού κ.λπ.), η οποία καθορίζεται από έναν ειδικό αύξοντα αριθμό για ευκολότερη διάκριση από τα άλλα («το άρθρο 10 του νόμου»)
5. δημοσίευμα εφημερίδας ή περιοδικού στο οποίο αναπτύσσεται κάποιο ειδικό θέμα
6. φρ. «κύριο άρθρο» — το άρθρο που δημοσιεύεται στην πρώτη σελίδα εφημερίδας και αναφέρεται στα σπουδαιότερα πολιτικά γεγονότα ή ζητήματα της ημέρας
αρχ.
1. η περιφερής κεφαλή του οστού που προσαρμόζεται στην κοτύλη
2. το τμήμα εκείνο του σώματος που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο αρθρώσεις
3. συνεκδ. κάθε μέλος του σώματος
4. μτφ. η διάρθρωση της σκέψης, η συναρμογή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρ- τού ρ. αραρίσκω και το πρόσφυμα θρο- (βλ. Frisk 138, Schwyzer 533, Chantraine 374)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άρθρο — το 1. σύνδεση δύο σωμάτων, άρθρωση, κλείδωση: Έπαθαν αγκύλωση τα άρθρα των ποδιών του. 2. καθεμιά από τις ειδικότερες διατάξεις ενός επίσημου κειμένου (νόμου, συνθήκης, καταστατικού κτλ.): Το άρθρο 7 του νόμου ορίζει… 3. δημοσίευμα περιοδικού ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • η — άρθρο οριστικό, για το θηλυκό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • κατάχρηση — Όρος του δημόσιου και του ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος έχει πολλές έννοιες. Στο διοικητικό δίκαιο, η κ. εξουσίας αποτελεί λόγο ακύρωσης των διοικητικών πράξεων. Στο αστικό δίκαιο (άρθρο 281 Α.Κ.) υφίσταται κ. εξουσίας, όταν ένα δικαίωμα ασκείται… …   Dictionary of Greek

  • ήθη — O τρόπος με τον οποίο ζουν και φέρονται οι άνθρωποι στον κοινωνικό βίο τους και, γενικότερα, τα έθιμα που απορρέουν από την ιδιοσυστασία τους. Ή. ονομάζονται επίσης οι θεσμοί που διέπουν την κοινωνική ζωή, σύμφωνα με την αντίληψη του ορθού και… …   Dictionary of Greek

  • ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) …   Dictionary of Greek

  • Κιουτσούκ Καϊναρτζή, συνθήκη του- — Συνθήκη ειρήνης την οποία υπέγραψαν η Ρωσία και η Τουρκία στις 21 Ιουλίου 1774 στο ομώνυμο βουλγαρικό χωριό, θέτοντας τέλος στους ρωσοτουρκικούς πολέμους της περιόδου 1768 74. Θεωρείται σταθμός στην ιστορία της ευρωπαϊκής διπλωματίας και αφετηρία …   Dictionary of Greek

  • ισότητα — Απόλυτη ταυτότητα ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα ίσα πράγματα ή έννοιες· η εξομοίωση των πολιτών ως προς τα δικαιώματα και τα καθήκοντά τους. (Μαθημ.) Βλ. λ. ισοδυναμία. (Νομ.) Το κεφάλαιο για τα ατομικά και τα κοινωνικά δικαιώματα αποτελεί ένα από …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”